Greek Meaning of canonized
κανονικοποιημένος
Other Greek words related to κανονικοποιημένος
Nearest Words of canonized
Definitions and Meaning of canonized in English
canonized (s)
accorded sacrosanct or authoritative standing
canonized (imp. & p. p.)
of Canonize
FAQs About the word canonized
κανονικοποιημένος
accorded sacrosanct or authoritative standingof Canonize
μακάριος,ευλογημένος,ευλογημένος,σεβάσμιος,αγγελικός,αγγελικός,ασκητής,ασκητικός,χερουβικός,ευσεβής
Βλάσφημος,άπιστος,Άθεος,ασεβής,αδιάφορος προς τη θρησκεία,ασεβής,βέβηλος,ιεροσυλία,κοσμικός,ασεβής
canonize => αγιοποιώ, canonization => Αγιασμός, canonistic => κανονικός, canonist => Κανόνας, canonised => αγιοποιημένος,