Greek Meaning of pietistic
ευσεβής
Other Greek words related to ευσεβής
Nearest Words of pietistic
- pietist => ευσεβής
- pietism => Πιετισμός
- pieter zeeman => Πιέτερ Ζέεμαν
- pieter brueghel the elder => Πίτερ Μπρίγκελ ο πρεσβύτερος
- pieter brueghel => Πίτερ Μπρίγκελ ο πρεσβύτερος
- pieter bruegel => Πίτερ Μπρίγκελ
- pieter breughel => Πίτερ Μπρίγκελ
- pieta => Πιετά
- piet mondrian => Πιετ Μοντριάν
- piet => πιέτα
- pietistical => πίετιστικός
- pietra dura => pietra dura
- piety => ευσέβεια
- piezo effect => Πιεζοηλεκτρικό φαινόμενο
- piezoelectric => πιεζοηλεκτρικός
- piezoelectric crystal => Πιεζοηλεκτρικός κρύσταλλος
- piezoelectric effect => Πιεζοηλεκτρικό φαινόμενο
- piezoelectricity => πιεζοηλεκτρισμός
- piezometer => πιεζόμετρο
- piffara => Πίφαρα
Definitions and Meaning of pietistic in English
pietistic (a)
of or relating to Pietism
pietistic (s)
excessively or hypocritically pious
pietistic (a.)
Alt. of Pietistical
FAQs About the word pietistic
ευσεβής
of or relating to Pietism, excessively or hypocritically piousAlt. of Pietistical
ασκητής,ασκητικός,προσευχητικός,ευλαβικός,ευλαβικός,πνευματικός,Σεβαστός,θρησκευτικός,ευλογημένος,ευλαβής
Βλάσφημος,άπιστος,Άθεος,ασεβής,αδιάφορος προς τη θρησκεία,ασεβής,βέβηλος,ιεροσυλία,κοσμικός,ασεβής
pietist => ευσεβής, pietism => Πιετισμός, pieter zeeman => Πιέτερ Ζέεμαν, pieter brueghel the elder => Πίτερ Μπρίγκελ ο πρεσβύτερος, pieter brueghel => Πίτερ Μπρίγκελ ο πρεσβύτερος,