Greek Meaning of unspiritual

Άνευ πνεύματος

Other Greek words related to Άνευ πνεύματος

Definitions and Meaning of unspiritual in English

unspiritual

not of, relating to, consisting of, or affecting the spirit

FAQs About the word unspiritual

Άνευ πνεύματος

not of, relating to, consisting of, or affecting the spirit

σωματικός,γήινος,επίγειος,σαρκικός,καθημερινό,φυσικός,υποσελήνιος,κροταφικός,χερσαίος,κοσμικός

ουράνιος,θείος,ουράνιος,μεταφυσικός,άχρονος,θρησκευτικός,πνευματικός,Παράξενος,εξωκοσμικός,αφοσιωμένος

unsophistication => απλοϊκότητα, unsnarls => ξεμπερδεύει, unslakable => ασίγαστος, unskillfully => αδέξια, unshowy => απρόσωπο,