Greek Meaning of unstopping

ασταμάτητος

Other Greek words related to ασταμάτητος

Definitions and Meaning of unstopping in English

unstopping

to remove a stopper from, to free from an obstruction, to free from blockage

FAQs About the word unstopping

ασταμάτητος

to remove a stopper from, to free from an obstruction, to free from blockage

εκκαθάριση,άνοιγμα,διευκολυντικό,απελευθερωτικό,λείανση,απόφραξη,αποσύνδεση,χαλάρωση

αποκλεισμός,κλείσιμο,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,σύνδεση (up),στάση,Αποκλεισμός,στενεύον,επιβαρυντικός

unstopped => ασταμάτητος, unsticking => μη κολλητικό, unsterile => Μη αποστειρωμένο, unspools => ξεκουράζει, unspooling => ξετυλίγεται,