Greek Meaning of barricading
οδοφράγματα
Other Greek words related to οδοφράγματα
Nearest Words of barricading
Definitions and Meaning of barricading in English
barricading (p. pr. & vb. n.)
of Barricade
FAQs About the word barricading
οδοφράγματα
of Barricade
Αποκλεισμός,φρούρηση,除非,Αποκλεισμός (κλείσιμο),κλείσιμο (απενεργοποίηση),κουρτίνες (έξω),Αναχωμάτωση,Ξιφασκία,πύλη,Εμπλοκή
άνοιγμα,επαναλειτουργία,ξεμπλοκάρισμα,ξεμπλοκάρισμα,ξεβίδωμα
barricader => Οδοφράγμα, barricaded => οδοφραγμένος, barricade => οδόφραγμα, barretter => βαρεττάκι, barrette => Φουρκέτα,