Greek Meaning of barrenly

Άγονα

Other Greek words related to Άγονα

Definitions and Meaning of barrenly in English

Webster

barrenly (adv.)

Unfruitfully; unproductively.

FAQs About the word barrenly

Άγονα

Unfruitfully; unproductively.

άχαρος,έρημος,φτωχοποιημένος,οστεώδης,Έρημος,ξηρός,σκληρός ,στείρος,εχθρικός,άψυχο

γόνιμος,καρποφόρος,πλούσιος,παραγωγικός,πλούσιος,καλλιεργήσιμος,Πράσινο,πολυτελής,δασικός,Αρόσιμη

barren ground caribou => Κάριμπου της αρκτικής τούνδρας, barren => άγονο, barrel-shaped => βαρελοειδές, barrels => Βαρέλια, barrelling => βαρέλι,