FAQs About the word barrenness

στειρότητα

the state (usually of a woman) of having no children or being unable to have children, the quality of yielding nothing of valueThe condition of being barren; st

απαισιοδοξία,σαφήνεια,μηδέν,διαθεσιμότητα,κενότητα,εξάντληση,ερημοπνία,ξηρασία,εξάντληση,κενότητα

Πληρότητα,πληρότης,πληρότητα,αφθονία,Παχυσαρκία

barrenly => Άγονα, barren ground caribou => Κάριμπου της αρκτικής τούνδρας, barren => άγονο, barrel-shaped => βαρελοειδές, barrels => Βαρέλια,