Greek Meaning of unfertile

άγονη

Other Greek words related to άγονη

Definitions and Meaning of unfertile in English

Wordnet

unfertile (a)

incapable of reproducing

Webster

unfertile (a.)

Not fertile; infertile; barren.

FAQs About the word unfertile

άγονη

incapable of reproducingNot fertile; infertile; barren.

άγονο,έρημος,φτωχοποιημένος,φτωχός,άχαρος,οστεώδης,Έρημος,ξηρός,σκληρός ,στείρος

γόνιμος,καρποφόρος,παραγωγικός,πλούσιος,καλλιεργήσιμος,Πράσινο,πλούσιος,πολυτελής,Αρόσιμη,πράσινος

unfermented => μη ζυμωμένο, unfenced => μη περιφραγμένο, unfeminine => αγέννητος, unfellowed => Ακοινώνητος, unfellow => διαγραφεί από μέλος,