Greek Meaning of unfilled
μη συμπληρωμένο
Other Greek words related to μη συμπληρωμένο
Nearest Words of unfilled
Definitions and Meaning of unfilled in English
unfilled (a)
of purchase orders that have not been filled
FAQs About the word unfilled
μη συμπληρωμένο
of purchase orders that have not been filled
Διαθέσιμο,κούφιος,δίχως επίβλεψη,ακατάστατος,ακατοίκητος,ακατοίκητο,εγκαταλελειμμένος,άγονο,κενό,σαφής
ολοκληρωμένο,γεμάτος,προσφέρονται,γεμάτος,επιπλωμένος,κατειλημμένος,πλήρης,δοθείς,FLUSH,υπερχειλίζων
unfilial => ανυπάκοος, unfiled => μη κατατεθείσα, unfile => αποσύνδεση αρχείου, unfeudalize => αφαιρώ την φεουδαρχία, unfettered => απεριόριστος,