Greek Meaning of bankrupted
χρεοκοπημένος
Other Greek words related to χρεοκοπημένος
- Χρεωκοπία
- συλληφθεί
- αφερέγγυος
- Χωρίς δεκάρα
- ζητιάνος
- ζητιανικός
- Χρεοκοπημενος
- προτομή
- στερημένος
- άπορος
- μειονεκτούντες
- αποστερημένος
- φτωχός και καταφρονεμένος
- πεινασμένος
- άπορος
- φτωχοποιημένος
- φτωχός
- απαραίτητος
- απαραίτητος
- φτωχός
- εμπερίστατος
- άπορος
- φτωχός
- κατεστραμμένος
- Χωρίς λεφτά
- φθαρμένος
- Υποβαθμισμένος
- πολύ φτωχός
- καταθλιπτικός
- στεναχωρημένος
- από το χέρι στο στόμα
- στενός
- σκληρός
- τσιμπημένο
- φτωχός
- μειωμένη
- κοντός
- Άφραγκος
- Φτωχός
- απροσάρτητος
- στενεμένος
- εξαντλημένος/η
- άπορος
Nearest Words of bankrupted
- bankruptcy => πτώχευση
- bankruptcies => πτωχεύσεις
- bankrupt => Χρεωκοπία
- bankroll => τραπεζικός λογαριασμός
- banknote => χαρτονόμισμα
- banking system => τραπεζικό σύστημα
- banking industry => τραπεζική βιομηχανία
- banking game => Τραπεζικό παιχνίδι
- banking concern => τραπεζική ανησυχία
- banking company => τράπεζα
Definitions and Meaning of bankrupted in English
bankrupted (imp. & p. p.)
of Bankrupt
FAQs About the word bankrupted
χρεοκοπημένος
of Bankrupt
Χρεωκοπία,συλληφθεί,αφερέγγυος,Χωρίς δεκάρα,ζητιάνος,ζητιανικός,Χρεοκοπημενος,προτομή,στερημένος,άπορος
άνετος,Ευημερούσα,πλούσιος,πλούσιος,Ευκατάστατοι,λίπος,FLUSH,εύπορος,πλούσιος,πολυτελής
bankruptcy => πτώχευση, bankruptcies => πτωχεύσεις, bankrupt => Χρεωκοπία, bankroll => τραπεζικός λογαριασμός, banknote => χαρτονόμισμα,