Greek Meaning of impoverished
φτωχοποιημένος
Other Greek words related to φτωχοποιημένος
- Χρεωκοπία
- ζητιάνος
- Χρεοκοπημενος
- στερημένος
- φτωχός
- χρεοκοπημένος
- ζητιανικός
- καταθλιπτικός
- άπορος
- μειονεκτούντες
- στεναχωρημένος
- φτωχός και καταφρονεμένος
- πεινασμένος
- στενός
- άπορος
- φτωχός
- απαραίτητος
- απαραίτητος
- φτωχός
- Από την τσέπη
- εμπερίστατος
- Χωρίς δεκάρα
- άπορος
- φτωχός
- Χωρίς λεφτά
- φθαρμένος
- Υποβαθμισμένος
- πολύ φτωχός
- φθαρμένος στους αγκώνες
- με σκισμένους αγκώνες
- προτομή
- συλληφθεί
- αποστερημένος
- από το χέρι στο στόμα
- σκληρός
- αφερέγγυος
- Χαμηλός
- τσιμπημένο
- μειωμένη
- κατεστραμμένος
- κοντός
- Άφραγκος
- Άτυχος
- Φτωχός
- απροσάρτητος
- στενεμένος
- εξαντλημένος/η
- άπορος
Nearest Words of impoverished
Definitions and Meaning of impoverished in English
impoverished (s)
poor enough to need help from others
destroyed financially
impoverished (imp. & p. p.)
of Impoverish
FAQs About the word impoverished
φτωχοποιημένος
poor enough to need help from others, destroyed financiallyof Impoverish
Χρεωκοπία,ζητιάνος,Χρεοκοπημενος,στερημένος,φτωχός,χρεοκοπημένος,ζητιανικός,καταθλιπτικός,άπορος,μειονεκτούντες
Ευκατάστατοι,λίπος,εύπορος,πλούσιος,πολυτελής,πλούσιος,πλούσιος,εύπορος,άνετος,FLUSH
impoverish => Φτωχοποίηση, impoundment => Κατάσχεση, impounding => κατάσχεση, impounder => Κατασχέτης, impounded => κατασχεμένος,