Greek Meaning of impounded

κατασχεμένος

Other Greek words related to κατασχεμένος

Definitions and Meaning of impounded in English

Webster

impounded (imp. & p. p.)

of Impound

FAQs About the word impounded

κατασχεμένος

of Impound

περιορισμένος,πραγματοποιήθηκε,Φυλακισμένος,φυλακισμένος,κρατούμενος,φυλακισμένος,κράτησε,περιορισμένος,συγκρατημένος,περιορισμένος

εκφορτισμένος,ελευθερωμένος,Eγκεκριμένος,απελευθερωμένος,απελευθερωμένος,απελευθερωμένος,κυκλοφόρησε,ελεύθερος,λυμένος,ελεύθερος

impoundage => Impoundage, impound => κατάσχεση, impotently => ανίσχυρα, impotent => ανίκανος, impostury => απάτη,