Greek Meaning of locked (up)

κλειδωμένο (πάνω)

Other Greek words related to κλειδωμένο (πάνω)

Definitions and Meaning of locked (up) in English

locked (up)

No definition found for this word.

FAQs About the word locked (up)

κλειδωμένο (πάνω)

Φυλακισμένος,φυλακισμένος,κρατούμενος,φυλακισμένος,συλληφθείς,πιάστηκε,αφοσιωμένος,περιορισμένος,κρατημένος,συγκρατημένος

εκφορτισμένος,απελευθερωμένος,απελευθερωμένος,κυκλοφόρησε,ελευθερωμένος,Eγκεκριμένος,απελευθερωμένος,ελεύθερος,ελεύθερος,λυμένος

lockboxes => γραμματοκιβώτια, lock horns => Χτυπούν κέρατα, lock (up) => κλειδώνω, lochs => λίμνες (limnes), locations => τοποθεσίες,