FAQs About the word localite

τοπικότητα

a native or resident of the locality under consideration

Γηγενής,κάτοικος,κάτοικος,κάτοικος,Τοπικός,κάτοικος,αστοί,Πολίτης,συνεχής,κάτοικος

εκδρομέας,ταξιδιώτης,Ταξιδιώτης,παραθεριστής,παραθεριστής

localisms => τοπικισμός, locales => Τοπικές ρυθμίσεις, lobotomizing => λοβοτομία, lobotomized => λοβοτομημένος, lobotomize => λοβοτομή,