Greek Meaning of lobotomizing
λοβοτομία
Other Greek words related to λοβοτομία
- Ευνουχίζω
- αποστράγγιση
- εξαντλητικός
- απολιθώνοντας
- εξασθένιση
- Φορεμένος
- αποζωογονητικό
- απονομευτικά
- απόσβεση
- Απόσβεση
- νεκρωτικό
- εξουθενωτικό
- αποξηραίνω
- αποθαρρυντικός
- εξαντλητικό
- αποδυναμωτικό
- υπονομεύω
- αφυδατωτικός
- αποθαρρυντικός
- απογοητευτικός
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- κουραστικός
- Γκελντινγκ
- καίει
- κάνει μέσα
- εξαντλητικό (έξω)
- φθαρμένος
- διεγερτικός
- ενθαρρυντικός
- φόρτιση
- ενεργειακός
- αναζωογονητικός
- γαλβανισμός
- τονωτικός
- επιτάχυνση
- διεγερτικός
- διεγερτικό
- Ανάδευση
- ζωοποιητικό
- ζωογόνος
- υποκίνηση
- ενίσχυση
- επευφημώντας
- ηλεκτριστικό
- συναρπαστικός
- ζύμωση
- απόλυση
- υποδαυλίζοντας
- ενδυναμωτικός
- υποκινητικός
- φλεγμονώδης
- εμπνευσμένος
- υποκινητικός
- προσάναμμα
- ανύψωση
- προκλητικός
- αναγεννητικός
- αναζωογονώντας
- αναζωογονητικός
- αναβιωτικό
- ενεργοποίηση
- ανάσταση
- σπινθήρας
- σκανδάλη
- μαστίγωμα (πάνω)
- επιπλέον
- Ενθάρρυνση
- ενθαρρυντικός
- αναζωογονητικός
- ανανέωση
- φλεγμονώδης
- αναζωογονητικός
- επαναφορά
- αφύπνιση
- επαναφόρτιση
- reenergizing
- επανενεργοποίηση
- αναζωογονητικός
- αναζωπυρώνω
Nearest Words of lobotomizing
Definitions and Meaning of lobotomizing in English
lobotomizing
to deprive of sensitivity, intelligence, or vitality, to perform a lobotomy on, to sever the frontal lobes of the brain of
FAQs About the word lobotomizing
λοβοτομία
to deprive of sensitivity, intelligence, or vitality, to perform a lobotomy on, to sever the frontal lobes of the brain of
Ευνουχίζω,αποστράγγιση,εξαντλητικός,απολιθώνοντας,εξασθένιση,Φορεμένος,αποζωογονητικό,απονομευτικά,απόσβεση,Απόσβεση
διεγερτικός,ενθαρρυντικός,φόρτιση,ενεργειακός,αναζωογονητικός,γαλβανισμός,τονωτικός,επιτάχυνση,διεγερτικός,διεγερτικό
lobotomized => λοβοτομημένος, lobotomize => λοβοτομή, loathings => αηδίες, loanwords => δάνεια λέξεις, loans => δάνεια,