Greek Meaning of petrifying

απολιθώνοντας

Other Greek words related to απολιθώνοντας

Definitions and Meaning of petrifying in English

Wordnet

petrifying (s)

paralyzing with terror

Webster

petrifying (p. pr. & vb. n.)

of Petrify

FAQs About the word petrifying

απολιθώνοντας

paralyzing with terrorof Petrify

νεκρωτικό,αποξηραίνω,αποστράγγιση,εξαντλητικό,εξαντλητικός,εξασθένιση,Φορεμένος,αποζωογονητικό,απονομευτικά,Ευνουχίζω

διεγερτικός,ενθαρρυντικός,φόρτιση,ηλεκτριστικό,ενεργειακός,αναζωογονητικός,συναρπαστικός,γαλβανισμός,τονωτικός,επιτάχυνση

petrify => απολιθώνω, petrified forest national park => Εθνικό Πάρκο του Απολιθωμένου Δάσους, petrified => απολιθωμένος, petrification => απολίθωση, petrificate => απολιθωμένος,