FAQs About the word petro-

πετρο-

A combining form from Gr. / a rock, / a stone; as, petrology, petroglyphic.

No synonyms found.

No antonyms found.

petrissage => ζύμωμα, petrifying => απολιθώνοντας, petrify => απολιθώνω, petrified forest national park => Εθνικό Πάρκο του Απολιθωμένου Δάσους, petrified => απολιθωμένος,