Greek Meaning of fermenting

ζύμωση

Other Greek words related to ζύμωση

Definitions and Meaning of fermenting in English

Wordnet

fermenting (n)

a process in which an agent causes an organic substance to break down into simpler substances; especially, the anaerobic breakdown of sugar into alcohol

Webster

fermenting (p. pr. & vb. n.)

of Ferment

FAQs About the word fermenting

ζύμωση

a process in which an agent causes an organic substance to break down into simpler substances; especially, the anaerobic breakdown of sugar into alcoholof Ferme

ζυθοποιία,προκλητικός,ανατροφή,προώθηση,σκανδάλη,υποκίνηση,ενθαρρυντικός,υποδαυλίζοντας,καλλιέργεια,υποκινητικός

έλεγχος,περιοριστική,κράσπεδο,αποθαρρυντικός,κατοχή,ανασταλτικός,Ρυθμιστικό,συγκρατημένος,εξημέρωση,κατευναστικός

fermented => ζυμωμένο, fermentative => ζυμωτικός, fermentation theory => Θεωρία ζύμωσης, fermentation alcohol => Αλκοόλη ζύμωσης, fermentation => ζύμωση,