Greek Meaning of inflaming
φλεγμονώδης
Other Greek words related to φλεγμονώδης
- επιδεινούμενος
- θυμωμένος
- οδυνηρός
- ανησυχητικό
- Εξαγριωτικό
- εχθρικός
- θυμίαμα
- εξοργιστικός
- φοβερός
- ερεθιστικός
- τρελός
- Εξοργιστικό
- ενοχλητικό
- πίκρα
- εκνευριστικό
- αναστατωτικός
- ενοχλητικό
- θλιβερό
- καταθλιπτικός
- αποθαρρυντικός
- δυσάρεστος
- θλιβερός
- θλιβερός
- εκνευριστικός
- απαγορευτικό
- δακρυβρεχής
- θλιβερός
- σκυθρωπός
- Ατυχές
- λυπημένος
- τραγικός
- τραγικός
- δυστυχισμένος
- ενοχλητικός
- ενοχλητικός
- αποτρόπαιος
- βαρετό
- συνηθισμένος
- καταθλιπτικό
- ανικανοποιητικός
- Θλιβερός
- μελαγχολικός
- σπαρακτικός
- συγκινητικός
- άνοστος
- ενοχλητικός
- δίχως χαρά
- θλιβερός
- λυπημένος
- μπαγιάτικος
- κουραστικό
- ευχάριστος
- ευλογημένος
- ευλογημένος
- φιλικός
- αγαπητέ
- νόστιμος
- απολαυστικό
- επιθυμητός
- ονειρικός
- ευχάριστος
- χαρούμενος
- καλός
- ευγνώμων
- ικανοποιητικός
- ουράνιος
- χαρούμενος
- νόστιμο
- ωραίο
- νόστιμος
- ευχάριστος
- ευχάριστος
- ευχάριστος
- όμορφος
- ικανοποιητικό
- νόστιμο
- γλυκό
- νόστιμο
- δελεαστικός
- Καλώς ήρθατε (Kalos orisate)
- γοητευτικός
- ελκυστικός
- γοητευτικός
- απολαυστικός
- γλυκός
- μαγευτικός
- συναρπαστικός
- ελκυστικό
- αλμυρός
- νόστιμος
Nearest Words of inflaming
- inflammability => ευφλεκτότητα
- inflammabillty => Εφλεκτότητα
- inflammableness => ευφλεκτότητα
- inflammation => φλεγμονή
- inflammative => φλεγμονώδης
- inflammatory => φλεγμονώδης
- inflammatory bowel disease => Φλεγμονώδης νόσος του εντέρου
- inflammatory disease => Φλεγμονώδης νόσος
- inflammbly => εύφλεκτος
- inflatable => φουσκωτό
Definitions and Meaning of inflaming in English
inflaming (n)
arousal to violent emotion
inflaming (p. pr. & vb. n.)
of Inflame
FAQs About the word inflaming
φλεγμονώδης
arousal to violent emotionof Inflame
επιδεινούμενος,θυμωμένος,οδυνηρός,ανησυχητικό,Εξαγριωτικό,εχθρικός,θυμίαμα,εξοργιστικός,φοβερός,ερεθιστικός
ευχάριστος,ευλογημένος,ευλογημένος,φιλικός,αγαπητέ,νόστιμος,απολαυστικό,επιθυμητός,ονειρικός,ευχάριστος
inflamer => φλεγμονώδης, inflamed => φλεγμονώδης, inflame => φλεγμόνω, infixing => ένθετο, infixed => εγκεντρισμένος,