Greek Meaning of inflaming

φλεγμονώδης

Other Greek words related to φλεγμονώδης

Definitions and Meaning of inflaming in English

Wordnet

inflaming (n)

arousal to violent emotion

Webster

inflaming (p. pr. & vb. n.)

of Inflame

FAQs About the word inflaming

φλεγμονώδης

arousal to violent emotionof Inflame

επιδεινούμενος,θυμωμένος,οδυνηρός,ανησυχητικό,Εξαγριωτικό,εχθρικός,θυμίαμα,εξοργιστικός,φοβερός,ερεθιστικός

ευχάριστος,ευλογημένος,ευλογημένος,φιλικός,αγαπητέ,νόστιμος,απολαυστικό,επιθυμητός,ονειρικός,ευχάριστος

inflamer => φλεγμονώδης, inflamed => φλεγμονώδης, inflame => φλεγμόνω, infixing => ένθετο, infixed => εγκεντρισμένος,