Greek Meaning of infixing
ένθετο
Other Greek words related to ένθετο
Nearest Words of infixing
Definitions and Meaning of infixing in English
infixing (p. pr. & vb. n.)
of Infix
FAQs About the word infixing
ένθετο
of Infix
χαρακτική,χάραξη,επωνυμία,εμποτισμός,εντυπωσιακός,εμποτισμός,εμβάθυνση,επιδιόρθωση,εμφύτευση,εμφορούντας
σβήσιμο,Διαγραφικός,εξάλειψη,εξάλειψη
infixed => εγκεντρισμένος, infix notation => επίθεμα σημειογραφίας, infix => εντοιχιωθείσα, infirmness => ασθένεια, infirmly => Αδύνατα,