Greek Meaning of inflammableness
ευφλεκτότητα
Other Greek words related to ευφλεκτότητα
Nearest Words of inflammableness
- inflammation => φλεγμονή
- inflammative => φλεγμονώδης
- inflammatory => φλεγμονώδης
- inflammatory bowel disease => Φλεγμονώδης νόσος του εντέρου
- inflammatory disease => Φλεγμονώδης νόσος
- inflammbly => εύφλεκτος
- inflatable => φουσκωτό
- inflatable cushion => Φουσκωτό μαξιλάρι
- inflate => φουσκώνω
- inflated => φουσκωμένο
Definitions and Meaning of inflammableness in English
inflammableness (n.)
The quality or state of being inflammable; inflammability.
FAQs About the word inflammableness
ευφλεκτότητα
The quality or state of being inflammable; inflammability.
εύφλεκτος,Εύφλεκτος,εύφλεκτος,Εύφλεκτος,φλογερός,Εύφλεκτος,Αναφλέξιμος,ευαίσθητος
πυρίμαχο,άφλεκτος,Ανεπίφλεκτο,μη εύφλεκτος,άφλεκτο,μη εκρηκτικό,Άκαυστος,άφλεκτος
inflammabillty => Εφλεκτότητα, inflammability => ευφλεκτότητα, inflaming => φλεγμονώδης, inflamer => φλεγμονώδης, inflamed => φλεγμονώδης,