FAQs About the word burnable

εύφλεκτος

capable of burningCombustible.

εύφλεκτος,Εύφλεκτος,Εύφλεκτος,φλογερός,Εύφλεκτος,Αναφλέξιμος,ευαίσθητος

πυρίμαχο,άφλεκτος,Ανεπίφλεκτο,μη εύφλεκτος,άφλεκτο,μη εκρηκτικό,Άκαυστος,άφλεκτος

burnability => καυσιμότητα, burn up => καίω, burn plant => εργοστάσιο καύσης σκουπιδιών, burn out => Επαγγελματική εξουθένωση, burn off => καίγομαι,