Greek Meaning of burn up
καίω
Other Greek words related to καίω
- επιδεινώνω
- ενοχλώ
- ενοχλώ
- Σφάλμα
- πάρει
- φτάνω
- ερεθίζω
- διώκω
- Φοράω
- οργή
- τρίβω
- τρώω
- ερεθίζω
- Παγωμένος
- Σχάρα
- παράπονο
- εξοργίζω
- προσβολή
- ερεθίζω
- Φαγούρα
- τσουκνίδα
- εκνευρισμός
- εκνευρίζω
- πανούκλα
- προκαλώ
- σβήνω
- τρίφτης
- εξοργίζω
- Ρούχο
- Κακία
- πειράζω
- ενοχλώ
- ανησυχία
- Ενοχλώ κάποιον
- ενοχλώ κάποιον
- κόβω (off)
- Τρίψτε με λάθος τρόπο
- Τρίβω τα δόντια μου
- πειράζει κάποιον
- προσβολή
- αναταράζω
- εχθρεύω
- ασβός
- Δόλωμα
- βρίζω
- εκφοβίζω
- διάβολος
- δυσφορία
- ταράζω
- ανησυχία
- δυσφορία
- εξοργίζει
- άσκηση
- Τρελαίνομαι
- χολή
- Παρακώλυση
- Χάρι
- φασαρία
- ενοχλώ
- Λιβάνι
- φλεγμόνω
- Μάντεν
- γκρινιάζω
- καναγιαδόρος
- προσβάλλω
- Εξοργισμός
- Διαταράσσω
- ενοχλώ
- ερεθίζω
- ανακατεύω
- ξυπνήσω
- αναίρεση
- βγάζω από τις άρρηκτες
- αναστατώνω
- αναστατωμένος
- Αναφλέγω
- Χάγκριντ
Nearest Words of burn up
- burn plant => εργοστάσιο καύσης σκουπιδιών
- burn out => Επαγγελματική εξουθένωση
- burn off => καίγομαι
- burn mark => Σημάδι εγκαύματος
- burn center => Κέντρο εγκαυμάτων
- burn bag => Σάκος καψίματος
- burn => καίω
- burmese-yi => βιρμανική
- burmese rosewood => Παλίσανδρος της Βιρμανίας
- burmese cat => Βιρμανική γάτα
Definitions and Meaning of burn up in English
burn up (v)
burn brightly
use up (energy)
burn completely; be consumed or destroyed by fire
FAQs About the word burn up
καίω
burn brightly, use up (energy), burn completely; be consumed or destroyed by fire
επιδεινώνω,ενοχλώ,ενοχλώ,Σφάλμα,πάρει,φτάνω,ερεθίζω,διώκω,Φοράω,οργή
κατευνάζω,συμφιλιώνω,ευχαρίστηση,ικανοποιώ,εξευμενίζω,υποχρεώνω,κατευνάζω,κατευνάζω,παρακαλω,ικανοποιώ
burn plant => εργοστάσιο καύσης σκουπιδιών, burn out => Επαγγελματική εξουθένωση, burn off => καίγομαι, burn mark => Σημάδι εγκαύματος, burn center => Κέντρο εγκαυμάτων,