Greek Meaning of nark

καναγιαδόρος

Other Greek words related to καναγιαδόρος

Definitions and Meaning of nark in English

Wordnet

nark (n)

an informer or spy working for the police

a lawman concerned with narcotics violations

Wordnet

nark (v)

cause annoyance in; disturb, especially by minor irritations

inform or spy (for the police)

FAQs About the word nark

καναγιαδόρος

an informer or spy working for the police, a lawman concerned with narcotics violations, cause annoyance in; disturb, especially by minor irritations, inform or

Καναρίνι,πληροφοριοδότης,Πληροφοριοδότης,Συνεργάτης,καταδότης,ποντίκι,σπιούνος,κατάσκοπος,καρφί,χαφιές

κατευνάζω,συμφιλιώνω,ευχαρίστηση,ικανοποιώ,υποχρεώνω,κατευνάζω,κατευνάζω,παρακαλω,ικανοποιώ,διαβεβαιώ

naris => ρουθούνια, narine => Ναρίν, nariform => Ρινικός, narial => καρύδα, nargileh => ναργιλές,