Greek Meaning of burned-out
καμμένος έξω
Other Greek words related to καμμένος έξω
- στραγγισμένος
- εξαντλημένος
- κουρασμένος
- κουρασμένος
- all in
- κουρασμένος
- ρυθμός
- χτυπημένος
- Θολό
- σπασμένος
- εξαντλημένος
- νεκρός
- έγινε
- Κουρασμένος
- κουρασμένος
- εξαντλημένος
- κουτσός
- Υπερκόπω
- προσκυνημένος
- νυσταγμένος
- δαπανηθεί
- ξεθωριασμένος
- κουρασμένος
- εξαλειφθεί
- φθαρμένος
- Φθαρμένος
- κουρασμένος
- poop
- εξαντλημένος/η
- Πολύ φθαρμένο
- εξασθενημένος
- Υπνηλία
- εξαντλημένος
- εξασθενημένος
- βαρύς
- ληθαργικός
- έπαιξε
- ερειπωμένος
- αποκαμωμένος
- Αργός
- εξασθενημένος
- υπερβολικά κουρασμένος
- Υπερφορτωμένος
- εξαντλημένος
Nearest Words of burned-out
Definitions and Meaning of burned-out in English
burned-out (s)
exhausted as a result of longtime stress
inoperative as a result of heat or friction
destroyed or badly damaged by fire
burned-out
worn-out, exhausted, worn-out sense 2, destroyed by fire
FAQs About the word burned-out
καμμένος έξω
exhausted as a result of longtime stress, inoperative as a result of heat or friction, destroyed or badly damaged by fireworn-out, exhausted, worn-out sense 2,
στραγγισμένος,εξαντλημένος,κουρασμένος,κουρασμένος,all in,κουρασμένος,ρυθμός,χτυπημένος,Θολό,σπασμένος
ενεργός,Ενεργητικός,φρέσκος,αναζωογονητικό,ανανεωμένος,χαλαρός,ξεκούραστος,ακούραστος,αναζωογονημένο,ζωηρός
burned => καμμένος, burnable => εύφλεκτος, burnability => καυσιμότητα, burn up => καίω, burn plant => εργοστάσιο καύσης σκουπιδιών,