Greek Meaning of impressing
εντυπωσιακός
Other Greek words related to εντυπωσιακός
- επηρεάζοντας
- ο οποίος επηρεάζει
- επιδραστικός
- εντυπωσιακός
- συγκινητικός
- ελκυστικός
- ενοχλητικός
- εμπνευσμένος
- ενδιαφέρον
- περιλαμβάνοντας
- μετακινούμενο
- φτάνοντας
- ταλαντεύομαι
- μαγκάφω (κάποιον)
- Βασανιστικός
- αναστάτωση
- γοητευτικός
- γοητευτικός
- προκατάληψη
- συναρπαστικός
- γοητευτικός
- Χρωματισμός
- εκτυφλωτικός
- ανησυχητικός
- οδυνηρός
- ανησυχητικό
- μαγευτικός
- Συμμετοχικός
- γοητευτικός
- συναρπαστικός
- γοητευτικός
- συναρπαστικός
- απογοητευτικός
- παρενόχληση
- διεισδυτικός
- ενοχλητικό
- παρενόχληση
- τρύπημα
- βασανίζει
- σαγηνευτικός
- τιμωρία
- Ανάδευση
- μεταφορικός
- ανησυχητικό
- Προσπαθώντας
- αναστατωτικός
- ανησυχητικό
- Προκατειλημμένος
- παίρνοντας μακριά
- σχετικά
- πηγαίνοντας στο
- τονίζω
Nearest Words of impressing
- impression => εντύπωση
- impressionability => Επηρεαστικότητα
- impressionable => επηρεάσιμος, -η, -ο
- impressionableness => Επηρεαστικότητα
- impressionism => Εντυπωσιασμός
- impressionist => ιμπρεσιονιστής
- impressionistic => ιμπρεσιονιστικός
- impressionless => άχρωμος
- impressive => εντυπωσιακός
- impressive aphasia => Εντυπωσιακή αφασία
Definitions and Meaning of impressing in English
impressing (p. pr. & vb. n.)
of Impress
FAQs About the word impressing
εντυπωσιακός
of Impress
επηρεάζοντας,ο οποίος επηρεάζει,επιδραστικός,εντυπωσιακός,συγκινητικός,ελκυστικός,ενοχλητικός,εμπνευσμένος,ενδιαφέρον,περιλαμβάνοντας
βαρετό,χλωμός,κουραστικός,κουραστικό,χορτάτος,απογοητευτικός
impressible => Επηρεάσιμος, impressibility => Εντυπωσιασμός, impresses => εντυπωσιάζει, impressed => εντυπωσιασμένος, impress => εντυπωσιάσει,