Greek Meaning of impacting
ο οποίος επηρεάζει
Other Greek words related to ο οποίος επηρεάζει
- επηρεάζοντας
- εντυπωσιακός
- επιδραστικός
- εμπνευσμένος
- ενδιαφέρον
- περιλαμβάνοντας
- μετακινούμενο
- φτάνοντας
- εντυπωσιακός
- ταλαντεύομαι
- μαγκάφω (κάποιον)
- συγκινητικός
- Βασανιστικός
- ελκυστικός
- προκατάληψη
- Προκατειλημμένος
- ενοχλητικός
- παίρνοντας μακριά
- Χρωματισμός
- σχετικά
- εκτυφλωτικός
- οδυνηρός
- ανησυχητικό
- μαγευτικός
- Συμμετοχικός
- γοητευτικός
- συναρπαστικός
- πηγαίνοντας στο
- παρενόχληση
- διεισδυτικός
- ενοχλητικό
- τρύπημα
- βασανίζει
- σαγηνευτικός
- Ανάδευση
- τονίζω
- μεταφορικός
- ανησυχητικό
- Προσπαθώντας
- αναστατωτικός
- ανησυχητικό
Nearest Words of impacting
Definitions and Meaning of impacting in English
impacting (p. pr. & vb. n.)
of Impact
FAQs About the word impacting
ο οποίος επηρεάζει
of Impact
επηρεάζοντας,εντυπωσιακός,επιδραστικός,εμπνευσμένος,ενδιαφέρον,περιλαμβάνοντας,μετακινούμενο,φτάνοντας,εντυπωσιακός,ταλαντεύομαι
βαρετό,χλωμός,κουραστικός,κουραστικό,χορτάτος,απογοητευτικός
impacted tooth => έγκλειστος οδόντας, impacted fracture => Νεύρωση σύσπασης, impacted => επηρεασμένο, impact printer => Εκτυπωτής κρούσης, impact => επίδραση,