Greek Meaning of impacting

ο οποίος επηρεάζει

Other Greek words related to ο οποίος επηρεάζει

Definitions and Meaning of impacting in English

Webster

impacting (p. pr. & vb. n.)

of Impact

FAQs About the word impacting

ο οποίος επηρεάζει

of Impact

επηρεάζοντας,εντυπωσιακός,επιδραστικός,εμπνευσμένος,ενδιαφέρον,περιλαμβάνοντας,μετακινούμενο,φτάνοντας,εντυπωσιακός,ταλαντεύομαι

βαρετό,χλωμός,κουραστικός,κουραστικό,χορτάτος,απογοητευτικός

impacted tooth => έγκλειστος οδόντας, impacted fracture => Νεύρωση σύσπασης, impacted => επηρεασμένο, impact printer => Εκτυπωτής κρούσης, impact => επίδραση,