Greek Meaning of impairer
εξασθενίζω
Other Greek words related to εξασθενίζω
- συμβιβασμός
- ανάπηρος
- ζημιά
- διαβρώνω
- πόνος
- τραυματίζω
- ουλή
- εξασθενώ
- ατέλεια
- Σπάω
- Αμαύρωσι
- επιδεινώνω
- παραμορφώνω
- Ελάττωμα
- βλάβη
- ερείπια
- σπάω
- χαλάω
- υπονομεύω
- ακυρώνω
- διασχίζω (προς τα πάνω)
- Ζύμη
- Φυτόφθορα
- χαλάω
- Κάβουρας
- μεζούρα
- Αποδεκατίζω
- βαθούλωμα
- έρημος
- ντινγκ
- δύναμη
- απενεργοποίηση
- καταστρέφω
- εξασθενίζω
- αποδυναμώνω
- Μηριαίοι τένοντες
- σκίζω
- τσαλακώνω
- πολτοποιώ
- κουίρ
- τρίβω
- συντρίβω
- μαυρίζω
- κατεδαφίζω
- μαρτύριο
- Βασανιστήρια
- συνολικό
- Πλύσιμο
- Απορρίματα
- σβήνω
- πληγή
- ναυάγιο
- Κολλήσει
- φθείρω
Nearest Words of impairer
Definitions and Meaning of impairer in English
impairer (n)
an agent that impairs
impairer (n.)
One who, or that which, impairs.
FAQs About the word impairer
εξασθενίζω
an agent that impairsOne who, or that which, impairs.
συμβιβασμός,ανάπηρος,ζημιά,διαβρώνω,πόνος,τραυματίζω,ουλή,εξασθενώ,ατέλεια,Σπάω
θεραπεία,επισκευή,θεραπεύω,βοήθεια,βελτιώνω,επισκευάζω,τσιρότο,ανοικοδομώ,ανακατασκευάζω,διορθώνω
impaired => εξασθενημένος, impair => βλάπτω, impaint => βάψιμο, impaction => Απόφραξη, impacting => ο οποίος επηρεάζει,