Greek Meaning of impaling
παλούκωμα
Other Greek words related to παλούκωμα
- τρυπητό
- συγκομιδή
- τρύπημα
- διάτρηση
- μαχαίρωμα
- κολλώδης
- Γκαρίνγκ
- Αρπουνάρισμα
- διάτρηση
- ραμφίζω
- σκουντούμπι
- διάτρηση
- τρέχω μέσα από
- σουβλίζοντας
- κοπή
- δόρυ
- σπάικινγκ
- φτύσιμο
- μαγευτικός
- ξιφολόγχη
- ξιφολόγχη
- Κοπή
- μαχαίρωμα
- διάτρησης
- τρύπημα
- σκαλισμός
- μαχαιριά
- τσίμπημα
- Προνγκχορν
- κουήλινγκ (ή κουήλιγκ)
- γριφώδης
- κλώση
- ωθήση
- διαπεραστικός
Nearest Words of impaling
Definitions and Meaning of impaling in English
impaling (p. pr. & vb. n.)
of Impale
FAQs About the word impaling
παλούκωμα
of Impale
τρυπητό,συγκομιδή,τρύπημα,διάτρηση,μαχαίρωμα,κολλώδης,Γκαρίνγκ,Αρπουνάρισμα,διάτρηση,ραμφίζω
No antonyms found.
impalement => Πάσσαλος, impaled => διάτρητος, impale => παλουκώνω, impalatable => Αβρώτιστο, impala lily => Κρίνος Ιμπάλα,