FAQs About the word spitting

φτύσιμο

the act of spitting (forcefully expelling saliva)

σταλαγματιώδης,ομιχλώδης,χύσιμο,ράντισμα,ψιχάλα,κατακρημνίζοντας,βροχερός,θυελλώδης,βρεγμένος

ξηρός

spitter => Φτυσίκλα, spitsbergen => Σβάλμπαρντ, spitfire => Σπίτφάιρ, spitefulness => κακία, spitefully => κακοήθως,