FAQs About the word mizzly

ψιχάλα

to rain in very fine drops, to depart suddenly

σταλαγματιώδης,ομιχλώδης,βροχερός,ράντισμα,χύσιμο,φτύσιμο,θυελλώδης,βρεγμένος,κατακρημνίζοντας

ξηρός

mizzles => ψιχαλίζει, mix-ups => μπέρδεμα, mixtures => μίγματα, mixing it up => ανάμειξη, mixing (up) => (ανάμειξη),