FAQs About the word precipitating

κατακρημνίζοντας

bringing on suddenly or abruptly

χύσιμο,βροχερός,βρεγμένος,φτύσιμο,θυελλώδης,σταλαγματιώδης,ομιχλώδης,ψιχάλα,ράντισμα

ξηρός

precipitateness => βιασύνη, precipitately => βιαστικά, precipitate => καθίζημα, precipitant => καταβυθιστικό, precipitancy => βιασύνη,