Greek Meaning of precipitousness
απότομο
Other Greek words related to απότομο
- φασαρία
- κατακρήμνιση
- βιασύνη
- φασαρία
- σπεύδω
- βιασύνη
- βιάσου
- ανακατεύω
- ντουλάπι
- ταχύτητα
- ταχύτητα
- κατευθείαν
- ταχύτητα
- παύλα
- αποστολή
- αποστολή
- ταχύτητα
- ταχύτητα
- ταχύτητα
- Μπόρα
- Τρεμόπαιγμα
- παρορμητικότητα
- ορμητικότητα
- Αφέλεια
- ταχύτητα
- ταχύτητα
- ταχύτητα
- ταχύτητα
- ταχύτητα
- Παρορμητικότητα
- σπεύδω
- ταχύτητα
- συνωστισμός
- ανακατεύω
- ταχύτητα
- δίνη
- οξύθυμος
- παρορμητικότητα
Nearest Words of precipitousness
Definitions and Meaning of precipitousness in English
precipitousness (n)
the property possessed by a slope that is very steep
the quality of happening with headlong haste or without warning
FAQs About the word precipitousness
απότομο
the property possessed by a slope that is very steep, the quality of happening with headlong haste or without warning
φασαρία,κατακρήμνιση,βιασύνη,φασαρία,σπεύδω,βιασύνη,βιάσου,ανακατεύω,ντουλάπι,ταχύτητα
Σκοπιμότητα,συζήτηση,Καθυστέρηση,αναβλητικότητα,βραδύτητα,αναβλητικότητα,αδράνεια,αδράνεια,Λήθαργος,Ψυχαγωγία
precipitously => απότομα, precipitous => απότομος, precipitin => Πρεσιπιτίνη, precipitator => Υετόμετρο, precipitation => κατακρήμνιση,