Greek Meaning of torpor
λήθαργος
Other Greek words related to λήθαργος
- αδιαφορία
- αδιαφορία
- απάθεια
- ανεπιτήδευτο
- εφησυχασμός
- αδιαφορία
- αδιαφορία
- Απροσεξία
- λήθαργος
- αδιαφορία
- αδιαφορία
- αποξένωση
- κάλος
- Αδιαφορία
- απροσεξία
- κρύο
- Απόσπαση
- απάθεια
- σκληρότητα
- απροσεξία
- απαθής
- απαρέγκλιτη αταραξία
- αδιαφορία
- απάθεια
- χλιαρότητα
- Φλέγμα
- απερισκεψία
- στωικισμός
- απάθεια
- Χλιαρότητα
- Χλιαρότητα
- Άγνοια
- ανορεξία
Nearest Words of torpor
Definitions and Meaning of torpor in English
torpor (n)
a state of motor and mental inactivity with a partial suspension of sensibility
inactivity resulting from lethargy and lack of vigor or energy
torpor (n.)
Loss of motion, or of the motion; a state of inactivity with partial or total insensibility; numbness.
Dullness; sluggishness; inactivity; as, a torpor of the mental faculties.
FAQs About the word torpor
λήθαργος
a state of motor and mental inactivity with a partial suspension of sensibility, inactivity resulting from lethargy and lack of vigor or energyLoss of motion, o
αδιαφορία,αδιαφορία,απάθεια,ανεπιτήδευτο,εφησυχασμός,αδιαφορία,αδιαφορία,Απροσεξία,λήθαργος,αδιαφορία
προσοχή,συνείδηση,ανησυχία,περιέργεια,Ενδιαφέρον,Σεβασμός,Ζήλος,προσοχή,Προκατάληψη,συνειδητότητα
torpitude => οκνηρία, torpifying => παραλυτικός, torpify => παράλυση, torpified => Τοποθετημένος τορπίλη, torpidness => Λήθαργος,