Greek Meaning of casualness
ανεπιτήδευτο
Other Greek words related to ανεπιτήδευτο
- αδιαφορία
- αδιαφορία
- απάθεια
- εφησυχασμός
- αδιαφορία
- αδιαφορία
- Απροσεξία
- αδιαφορία
- αποξένωση
- Αδιαφορία
- απροσεξία
- κρύο
- Απόσπαση
- απάθεια
- σκληρότητα
- απροσεξία
- απαθής
- απαρέγκλιτη αταραξία
- αδιαφορία
- αδιαφορία
- Αναλγησία
- λήθαργος
- χλιαρότητα
- απερισκεψία
- στωικισμός
- απάθεια
- Χλιαρότητα
- Χλιαρότητα
- λήθαργος
- Άγνοια
- ανορεξία
Nearest Words of casualness
- casualties => Θύματα
- casualty => θύμα
- casualty care research center => Κέντρο Έρευνας Φροντίδας Θυμάτων
- casuaridae => Καζουάριος
- casuariiformes => Καζουαριόμορφα
- casuarina => Κασουαρίνα
- casuarina equisetfolia => Καζουαρίνα
- casuarinaceae => Κασουαρινοειδή
- casuarinales => Καζουαρίνες
- casuarius => Κασουάριος
Definitions and Meaning of casualness in English
casualness (n)
a casual manner
casualness (n.)
The quality of being casual.
FAQs About the word casualness
ανεπιτήδευτο
a casual mannerThe quality of being casual.
αδιαφορία,αδιαφορία,απάθεια,εφησυχασμός,αδιαφορία,αδιαφορία,Απροσεξία,αδιαφορία,αποξένωση,Αδιαφορία
προσοχή,προσοχή,συνείδηση,ανησυχία,περιέργεια,Ενδιαφέρον,Σεβασμός,ευαισθησία,Προκατάληψη,συνειδητότητα
casually => τυχαία, casualist => περιστασιακός υπάλληλος, casualism => χαλαρότητα, casual => ανεπίσημος, castroism => Καστρισμός,