Greek Meaning of casualness

ανεπιτήδευτο

Other Greek words related to ανεπιτήδευτο

Definitions and Meaning of casualness in English

Wordnet

casualness (n)

a casual manner

Webster

casualness (n.)

The quality of being casual.

FAQs About the word casualness

ανεπιτήδευτο

a casual mannerThe quality of being casual.

αδιαφορία,αδιαφορία,απάθεια,εφησυχασμός,αδιαφορία,αδιαφορία,Απροσεξία,αδιαφορία,αποξένωση,Αδιαφορία

προσοχή,προσοχή,συνείδηση,ανησυχία,περιέργεια,Ενδιαφέρον,Σεβασμός,ευαισθησία,Προκατάληψη,συνειδητότητα

casually => τυχαία, casualist => περιστασιακός υπάλληλος, casualism => χαλαρότητα, casual => ανεπίσημος, castroism => Καστρισμός,