Greek Meaning of halfheartedness

ανορεξία

Other Greek words related to ανορεξία

Definitions and Meaning of halfheartedness in English

halfheartedness

lacking heart, spirit, or interest, lacking spirit or interest

FAQs About the word halfheartedness

ανορεξία

lacking heart, spirit, or interest, lacking spirit or interest

αναπάθεια,απάθεια,αναιμία,κάλος,Αδιαφορία,κρύο,ψυχρότητα,σκληρότητα,σκληρότητα,απαθής

Συμπόνια,συναίσθημα,ενσυναίσθηση,συναίσθημα,Οίκτος,ανταπόκριση,Ευαισθησία,ευαισθησία,συμπάθεια,κατανόηση

halfheartedly => Χλιαρά, half-glasses => Ημιγυάλια, half-cocked => μισογεμισμένο, half-blood => ημίαιμος, half baths => μισά μπάνια,