Greek Meaning of hysterics

υστερία

Other Greek words related to υστερία

Definitions and Meaning of hysterics in English

Wordnet

hysterics (n)

an attack of hysteria

Webster

hysterics (n. pl.)

Hysteria.

FAQs About the word hysterics

υστερία

an attack of hysteriaHysteria.

υπερβολικός,υστερία,Μελόδραμα,στρίψιμο χεριών,ευαισθησία,φροντίδα,τρυφερότητα,κατανόηση,Ορμή,θερμότητα

απάθεια,Αδιαφορία,κρύο,σκληρότητα,απαθής,απαρέγκλιτη αταραξία,αναλγησία,Αναλγησία,Μούδιασμα,Φλέγμα

hysterically => υστερικά, hysterical neurosis => Υστερική νεύρωση, hysterical => υστερικός, hysteric => υστερικός, hysteria => υστερία,