Greek Meaning of imperturbability

αταραξία

Other Greek words related to αταραξία

Definitions and Meaning of imperturbability in English

Wordnet

imperturbability (n)

calm and unruffled self-assurance

FAQs About the word imperturbability

αταραξία

calm and unruffled self-assurance

Ψυχραιμία,ψυχραιμία,ηρεμία,ψυχρότητα,Πρόσωπο,ισηρεμία,ισορροπία,γαλήνη,ψυχραιμία,γαλήνη

αναταραχή,άγχος,ανησυχία,φροντίδα,ανησυχία,Αναστάτωση,διαταραχή,φροντίδα,ανησυχία,συναγερμός

impertrubable => ανεπηρέαστος, impertransible => αμετάβατος, impertransibility => Αδιαπερατότητα, impertinently => αναίδεια, impertinent => αναιδής,