Greek Meaning of nervousness
νευρικότητα
Other Greek words related to νευρικότητα
- άγχος
- ανησυχία
- φόβος
- ανησυχία
- ανησυχία
- αναταραχή
- άγχος
- ανησυχία
- ανησυχία
- απελπισία
- δυσφορία
- ανησυχία
- ανησυχία
- φόβος
- πανικός
- διαταραχή
- φροντίδα
- στρες
- ιδρώτας
- τάση
- αβεβαιότητα
- ανησυχία
- ανησυχία
- συναγερμός
- ξυπνητήρι
- Άγχος
- αγωνία
- φροντίδα
- Τύψεις
- φρίκη
- απελπισία
- Αναστάτωση
- Απογοήτευση
- περισπασμός
- δυσφορία
- διαταραχή
- αμφιβολία
- φόβος
- νευρικότητα
- προαίσθημα
- αβεβαιότητα
- νευρικότητα
- νευρικότητα
- δυσπιστία
- νευρικότητα
- προαίσθημα
- Αμφιβολία
- καταπόνηση
- αγωνία
- μαρτύριο
- τρόμος
- αναστατωμένος
- εκνευρισμός
- Ατζίτα
- φρενίτιδα
- στρίψιμο χεριών
Nearest Words of nervousness
- nervously => νευρικά
- nervous tissue => Νευρικός ιστός
- nervous system => νευρικό σύστημα
- nervous strain => Νευρική πίεση
- nervous prostration => νευρική κατάρρευση
- nervous impulse => νευρική ώθηση
- nervous exhaustion => Νευρική εξάντληση
- nervous disorder => νευρική διαταραχή
- nervous breakdown => νευρικό κλονισμό
- nervous => αγχωμένος
- nervure => νεύρο
- nervus => νεύρο
- nervus abducens => νεύρο abducens
- nervus accessorius => Νεύρο πρόσφυση
- nervus coccygeus => Ισχιακός νεύρο
- nervus facialis => Κεφαλικός νεύρο VII
- nervus femoralis => Μηριαίο νεύρο
- nervus glossopharyngeus => Γλωσσοφαρυγγικός
- nervus hypoglosus => Υπογλώσσιο νεύρο
- nervus ischiadicus => Ισχιακό νεύρο
Definitions and Meaning of nervousness in English
nervousness (n)
the anxious feeling you have when you have the jitters
an uneasy psychological state
a sensitive or highly strung temperament
nervousness (n.)
State or quality of being nervous.
FAQs About the word nervousness
νευρικότητα
the anxious feeling you have when you have the jitters, an uneasy psychological state, a sensitive or highly strung temperamentState or quality of being nervous
άγχος,ανησυχία,φόβος,ανησυχία,ανησυχία,αναταραχή,άγχος,ανησυχία,ανησυχία,απελπισία
Ήρεμος,ηρεμία,περιεχόμενο,ικανοποίηση,ευκολία,ευκολία,Ειρήνη,γαλήνη,γαλήνη,ηρεμία
nervously => νευρικά, nervous tissue => Νευρικός ιστός, nervous system => νευρικό σύστημα, nervous strain => Νευρική πίεση, nervous prostration => νευρική κατάρρευση,