Greek Meaning of consternation
φρίκη
Other Greek words related to φρίκη
- Απογοήτευση
- δυσφορία
- πανικός
- τάση
- ανησυχία
- αναταραχή
- συναγερμός
- αγωνία
- άγχος
- ανησυχία
- ανησυχία
- απελπισία
- δυσφορία
- Αναστάτωση
- ανησυχία
- ανησυχία
- περισπασμός
- διαταραχή
- φόβος
- νευρικότητα
- νευρικότητα
- διαταραχή
- φροντίδα
- τρόμος
- ανησυχία
- ανησυχία
- ανησυχία
- στρίψιμο χεριών
- ξυπνητήρι
- Άγχος
- άγχος
- ανησυχία
- φροντίδα
- κρύα πόδια
- Τύψεις
- απελπισία
- αμφιβολία
- φόβος
- νευρικότητα
- φόβος
- προαίσθημα
- αβεβαιότητα
- νευρικότητα
- δυσπιστία
- νευρικότητα
- προαίσθημα
- Αμφιβολία
- καταπόνηση
- στρες
- αγωνία
- ιδρώτας
- μαρτύριο
- αβεβαιότητα
- αναστατωμένος
- εκνευρισμός
- Ατζίτα
- φρενίτιδα
Nearest Words of consternation
- consternate => τρομαγμένος
- constellation => Αστερισμός
- constellate => αστερισμός
- constatation => διαπίστωση
- constant-width font => Γραμματοσειρά σταθερού πλάτους
- constantly => συνεχώς
- constantinople => Κωνσταντινούπολη
- constantine the great => Κωνσταντίνος ο Μέγας
- constantine i => Κωνσταντίνος Α'
- constantine => Κωνσταντίνος
- constipate => Δυσκοιλιότητα
- constipated => Δυσκοιλιότητα
- constipation => Δυσκοιλιότητα
- constituency => εκλογική περιφέρεια
- constituent => συστατικό
- constitute => Αποτελώ
- constituted => Συνιστάται
- constitution => Σύνταγμα
- constitution of the united states => Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών
- constitution state => Συνταγματικό κράτος
Definitions and Meaning of consternation in English
consternation (n)
fear resulting from the awareness of danger
FAQs About the word consternation
φρίκη
fear resulting from the awareness of danger
Απογοήτευση,δυσφορία,πανικός,τάση,ανησυχία,αναταραχή,συναγερμός,αγωνία,άγχος,ανησυχία
Ήρεμος,ηρεμία,Παρηγοριά,περιεχόμενο,ικανοποίηση,ευκολία,ευκολία,Ειρήνη,γαλήνη,γαλήνη
consternate => τρομαγμένος, constellation => Αστερισμός, constellate => αστερισμός, constatation => διαπίστωση, constant-width font => Γραμματοσειρά σταθερού πλάτους,