Greek Meaning of concernment

ανησυχία

Other Greek words related to ανησυχία

Definitions and Meaning of concernment in English

concernment

involvement, participation, solicitude, anxiety, something in which one is concerned, importance, consequence

FAQs About the word concernment

ανησυχία

involvement, participation, solicitude, anxiety, something in which one is concerned, importance, consequence

άγχος,ανησυχία,φόβος,ανησυχία,ανησυχία,αναταραχή,άγχος,ανησυχία,ανησυχία,φροντίδα

περιεχόμενο,ικανοποίηση,Ειρήνη,ηρεμία,αδιαφορία,Ήρεμος,ηρεμία,Άνεση,Παρηγοριά,ευκολία

concerning => σχετικά, concepts => έννοιες, conceptions => ιδέες, concentrations => συγκεντρώσεις, concentration camps => στρατόπεδα συγκέντρωσης,