Greek Meaning of impertinency

θράσος

Other Greek words related to θράσος

Definitions and Meaning of impertinency in English

Webster

impertinency (n.)

Impertinence.

FAQs About the word impertinency

θράσος

Impertinence.

Ασεβεια,έλλειψη σεβασμού,αλαζονεία,δις,Αγενεια,προσβάλλω,θράσος,Αγενεια,Θράσος,αγένεια

Ευγένεια,προσοχή,εξέταση,ευγένεια,σεβασμός,ευγένεια,ευγένεια,χάρη,Ταπεινότητα,πράοτης

impertinence => θράσος, impersuasible => αμετάπειστος, impersuadable => ανεπηρέαστος, imperspicuous => δυσδιάκριτο, imperspicuity => Αδιαφάνεια,