Greek Meaning of impersonated
προσωποποίησε
Other Greek words related to προσωποποίησε
Nearest Words of impersonated
- impersonating => Προσποιούμαι ότι είμαι κάποιος
- impersonation => προσποίηση
- impersonator => Προσποιητής
- impersonification => προσωποποίηση
- imperspicuity => Αδιαφάνεια
- imperspicuous => δυσδιάκριτο
- impersuadable => ανεπηρέαστος
- impersuasible => αμετάπειστος
- impertinence => θράσος
- impertinency => θράσος
Definitions and Meaning of impersonated in English
impersonated (imp. & p. p.)
of Impersonate
FAQs About the word impersonated
προσωποποίησε
of Impersonate
ενήργησε,απομίμησε,χλεύασε,προσωποποιημένος,παίζεται,απεικονιζόμενος,μιμήθηκε,αντιγραμμένο,Μεταμφιεσμένος (ως),μιμήθηκε
No antonyms found.
impersonate => προσποιούμαι, impersonally => απρόσωπα, impersonality => απροσωπικότητα, impersonal => απρόσωπος, imperseverant => ασταθής,