FAQs About the word posed (as)

παρουσίασε (ως)

to pretend to be (someone or something) in order to deceive people

απομίμησε,Μεταμφιεσμένος (ως),χλεύασε,παίζεται,απεικονιζόμενος,ενήργησε,αντιγραμμένο,προσωποποίησε ,μιμήθηκε,παρωδημένο

No antonyms found.

pose (as) => (παρουσιάζομαι ως) , ports => θύρες, portrayals => απεικονίσεις, portraits => Πορτρέτα, portliness => παχυσαρκία,