FAQs About the word portioning (out)

μερίδα (έξω)

διανομή,μέτρηση (έξω),Δεοντολογία (έξω),τσιγκουνιά (σε),οικονομικός,φειδωλός (σε),διατήρησης,Νοσηλευτική,πρέσσα,διατηρητέο

συσσώρευση,χύσιμο,βροχερός,ντους,σπάταλος

portioning => μερίδα, portioned (out) => διαιρούμενη (έξω), portioned => μερίδες, portion (out) => μερίδα (έξω), porticos => στοές,