Greek Meaning of portioned (out)
διαιρούμενη (έξω)
Other Greek words related to διαιρούμενη (έξω)
Nearest Words of portioned (out)
Definitions and Meaning of portioned (out) in English
portioned (out)
No definition found for this word.
FAQs About the word portioned (out)
διαιρούμενη (έξω)
διένεμε,μετρημένος (έξω),δελτιοσ (έξω),φειδωλός (σε),γλιτωμένος,τσιγκούνης σε,συντηρημένο,θηλάζει,τσιμπημένο,συντηρημένο
σωρός,χύθηκε,έβρεξε,νιμένος,σπάταλος
portioned => μερίδες, portion (out) => μερίδα (έξω), porticos => στοές, porticoes => στοές, portents => προμήνυμα,