FAQs About the word portioned (out)

διαιρούμενη (έξω)

διένεμε,μετρημένος (έξω),δελτιοσ (έξω),φειδωλός (σε),γλιτωμένος,τσιγκούνης σε,συντηρημένο,θηλάζει,τσιμπημένο,συντηρημένο

σωρός,χύθηκε,έβρεξε,νιμένος,σπάταλος

portioned => μερίδες, portion (out) => μερίδα (έξω), porticos => στοές, porticoes => στοές, portents => προμήνυμα,