FAQs About the word stinted (on)

τσιγκούνης σε

συντηρημένο,διένεμε,μετρημένος (έξω),συντηρημένο,δελτιοσ (έξω),φειδωλός (σε),γλιτωμένος,θηλάζει,διαιρούμενη (έξω),μειώθηκε

σωρός,χύθηκε,έβρεξε,νιμένος,σπάταλος

stinted => τσιγκούνης, stint (on) => επιμένω (σε), stinks => βρομάει, stinking up => βρωμάει, stinkers => βρωμιάρηδες,