Greek Meaning of skimped (on)
φειδωλός (σε)
Other Greek words related to φειδωλός (σε)
Nearest Words of skimped (on)
Definitions and Meaning of skimped (on) in English
skimped (on)
No definition found for this word.
FAQs About the word skimped (on)
φειδωλός (σε)
συντηρημένο,διένεμε,μετρημένος (έξω),συντηρημένο,δελτιοσ (έξω),γλιτωμένος,τσιγκούνης σε,θηλάζει,διαιρούμενη (έξω),μειώθηκε
σωρός,χύθηκε,έβρεξε,νιμένος,σπάταλος
skimp (on) => τσιγκουνεύω (σε), skimming (through) => Περιληπτική ανάγνωση, skimmers => skimmers, skimmed (through) => ξεφύλλισα, skim (through) => ξεφυλλίζω,