FAQs About the word skimped (on)

φειδωλός (σε)

συντηρημένο,διένεμε,μετρημένος (έξω),συντηρημένο,δελτιοσ (έξω),γλιτωμένος,τσιγκούνης σε,θηλάζει,διαιρούμενη (έξω),μειώθηκε

σωρός,χύθηκε,έβρεξε,νιμένος,σπάταλος

skimp (on) => τσιγκουνεύω (σε), skimming (through) => Περιληπτική ανάγνωση, skimmers => skimmers, skimmed (through) => ξεφύλλισα, skim (through) => ξεφυλλίζω,