FAQs About the word showered

νιμένος

of Shower

σωρός,σπάταλος,χύθηκε,έβρεξε,πλημμυρισμένος,χύθηκε,χαιρέτησε,πλημμυρισμένος,υπερχειλισμένος,Υπερφορτωμένος

κράτησε,κρατημένος,Διατηρημένα,κατεχόμενος,ανασταλμένος

shower stall => Ντουζιέρα, shower room => ντους, shower down => κάνω ντους, shower curtain => Κουρτίνα ντους, shower cap => Σκουφάκι μπάνιου,