Greek Meaning of nursed

θηλάζει

Other Greek words related to θηλάζει

Definitions and Meaning of nursed in English

Wordnet

nursed (s)

(of an infant) breast-fed

Webster

nursed (imp. & p. p.)

of Nurse

FAQs About the word nursed

θηλάζει

(of an infant) breast-fedof Nurse

διοικούμενη (σε),γιατρεύτηκε,διακόνησε [ðiakónise],Ήταν μητέρα,επεξεργασμένος,βοήθησε,φρόντιζε (για),γιατρεμένος,έκανε για,Φρόντισε

ξέχασα,παραμελημένος,βούρτσισε (στο πλάι ή μακριά),παραβλεπόμενος,προσβάλλω

nurse shark => Γαλέος ο τιθηνός, nurse practitioner => Νοσηλεύτρια, nurse log => Φάκελος νοσηλευτικής φροντίδας, nurse clinician => Νοσοκόμα κλινική γιατρός, nurse => νοσοκόμα,